Οι ΗΠΑ τη θεωρούν κρίσιμο παίκτη στη γεωπολιτική σκηνή της περιοχής, το δε Ισραήλ δεν θέλει να την έχει αντίπαλό του
Του Σταυρου Λυγερου
Μία απλή σύγκριση των σχέσεων που είχε η Τουρκία με τους γείτονές της στις αρχές της δεκαετίας 2000 με τις σχέσεις που έχει σήμερα, είναι αποκαλυπτική της μείζονος αλλαγής που έχει συντελεσθεί. Οι σχέσεις με το σύνολο των γειτόνων της ήταν από προβληματικές έως εχθρικές. Η εικόνα αυτή έχει αναστραφεί σχεδόν πλήρως. Εξαιρέσεις είναι η Ελλάδα και η Κύπρος.
Οι σχέσεις με τη Συρία ήταν εχθρικές. Το 1998, μάλιστα, οι πασάδες απείλησαν στρατιωτική επίθεση για να απελάσει τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Ο εκβιασμός έπιασε με τα γνωστά αποτελέσματα. Σήμερα, οι σχέσεις Αγκυρας - Δαμασκού είναι φιλικές. Η τουρκική διπλωματία είναι ο μεσολαβητής στις διαπραγματεύσεις Συρίας - Ισραήλ για τα Υψώματα του Γκολάν.
Οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ιράν χαρακτηρίζονταν από αμοιβαία επιφύλαξη. Υπενθυμίζουμε την ειδική τριγωνική σχέση Ελλάδας - Αρμενίας - Ιράν, που είχε ως ανομολόγητο κοινό παρονομαστή την αντιπαλότητα προς την Αγκυρα. Σήμερα, οι σχέσεις έχουν αποκατασταθεί. Η τουρκική διπλωματία θεωρείται ο κατάλληλος μεσολαβητής στην προσπάθεια έναρξης διαλόγου Ουάσιγκτον - Τεχεράνης.
Η εντυπωσιακή αλλαγή δεν θα υπήρχε χωρίς τα ανοίγματα της κυβέρνησης Ερντογάν. Η αλήθεια είναι ότι τον δρόμο είχε ανοίξει ο Τουργκούτ Οζάλ. Για να εκμεταλλευθεί τις ευκαιρίες από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ο δυτικότροπος αυτός Ανατολίτης προώθησε ένα δόγμα εξωτερικής πολιτικής, που ορισμένοι αποκάλεσαν νεοοθωμανισμό. Ηταν η εποχή που ο Οζάλ δήλωνε ότι η τουρκική επιρροή εκτεινόταν από την Αδριατική μέχρι το Σινικό Τείχος!
Η Τουρκία αυτοπροβάλλεται από τότε σαν πρότυπο κοσμικής μουσουλμανικής χώρας και σαν ηγετική δύναμη στον τεράστιο αυτό χώρο. Φιλοδοξούσε να λειτουργήσει σαν ιδανική γέφυρα από και προς τη Δύση. Τα αποτελέσματα εκείνης της πολιτικής ήταν περιορισμένα σε σύγκριση με τις αμετροεπείς προσδοκίες, αλλά άνοιξαν ένα δρόμο.
Η κυβέρνηση Ερντογάν ξανάπιασε το νήμα και προώθησε με πιο αποτελεσματικό τρόπο την ίδια πολιτική. Αφησε σε δεύτερο πλάνο τον ηγεμονισμό της περιόδου Οζάλ. Προέταξε μία μοντέρνα ισλαμική ταυτότητα, η οποία δεν λειτουργεί σαν «δούρειος ίππος» της Δύσης, αλλά σαν αυτόνομος γεωπολιτικός παράγοντας, που επιδιώκει τη σταθερότητα και την ειρήνη στην περιοχή.
Το γεγονός, ωστόσο, που προσέδωσε αξιοπιστία και εμβέλεια στη ρητορική και στα ανοίγματα του Ερντογάν ήταν ο πόλεμος στο Ιράκ. Η άρνηση της Τουρκίας να επιτρέψει τη διέλευση από το έδαφός της των αμερικανικών στρατευμάτων (2003) ήταν πρωτοφανής. Από τη μία πλευρά τραυμάτισε τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον, αλλά από την άλλη αύξησε κατακόρυφα το κύρος της στην περιοχή. Το γεγονός, μάλιστα, ότι η γειτονική μας χώρα δεν πλήρωσε σημαντικό τίμημα γι’ αυτή την ενέργειά της, ενίσχυσε την εντύπωση όλων πως είναι μία δύναμη που έχει και το ειδικό βάρος και τη βούληση να κάνει το δικό της παιχνίδι.
Η Αγκυρα ήταν κατηγορηματικά αντίθετη μ’ εκείνο τον πόλεμο για ιδιοτελείς λόγους. Φοβόταν ότι στο βόρειο Ιράκ θα δημιουργηθεί κουρδικό κράτος, το οποίο θα λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς για τα 10-15 εκατομμύρια Κούρδους που ζουν στην τουρκική επικράτεια. Φοβόταν δηλαδή την παρόξυνση του κουρδικού αλυτρωτισμού και την ενίσχυση των αποσχιστικών τάσεων.
Ο φόβος προσέλαβε διαστάσεις υστερίας, που στο επίπεδο της κοινής γνώμης τροφοδότησε ένα γιγαντιαίο κύμα αντιαμερικανισμού, αλλά και αντιεβραϊσμού, λόγω της δικαιολογημένης εντύπωσης ότι και το Ισραήλ υποστηρίζει τους Κούρδους.
Η Αγκυρα χρησιμοποίησε τον κοινό κίνδυνο του κουρδικού αλυτρωτισμού για να τα βρει με τη Συρία και το Ιράν. Οι Κούρδοι του Ιράν, μάλιστα, με τη βοήθεια των Αμερικανών πραγματοποιούν επιθέσεις εντός του ιρανικού εδάφους, γεγονός που διευκόλυνε πολύ την τουρκοϊρανική προσέγγιση.
Το αντικουρδικό χαρτί ήταν μία μόνο από τις συνιστώσες της εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν.
Το άλλο ήταν ότι διαφοροποίησε την τουρκική στάση έναντι του Τελ Αβίβ. Υπενθυμίζουμε ότι η Τουρκία ήταν η πρώτη μουσουλμανική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ και στη δεκαετία 1990 είχε αναπτύξει σχέσεις προχωρημένης στρατιωτικής συνεργασίας μαζί του.
Στήριξη στους Παλαιστινίους
Ο Τούρκος πρωθυπουργός υποστηρίζει σθεναρά τον αγώνα των Παλαιστινίων και άνοιξε διαύλους με τη Χαμάς. Χρησιμοποίησε αυστηρή γλώσσα εναντίον της πολιτικής του Τελ Αβίβ πριν από την εισβολή στη Γάζα και κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών έφθασε στο σημείο να ζητήσει την αποβολή του Ισραήλ από τον ΟΗΕ. Το αποκορύφωμα ήταν, βεβαίως, το επεισόδιο στο Νταβός με τον Ισραηλινό πρόεδρο Σιμόν Πέρες. Ποτέ και κανείς ηγέτης ΝΑΤΟϊκής χώρας δεν έχει μιλήσει με τόσο σκληρό τρόπο για το εβραϊκό κράτος.
Η στάση του προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού όχι μόνο στην τουρκική κοινή γνώμη, αλλά και στον ισλαμικό κόσμο. Η Χαμάς, η Χεζμπολάχ και η Τεχεράνη εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους. Μετά και το τελευταίο περιστατικό, η Τουρκία εδραίωσε το κύρος της και έγινε σημείο αναφοράς σ’ ένα χώρο, που την αντιμετώπιζε με επιφύλαξη, αφενός λόγω των σχέσεών της με τις ΗΠΑ κι αφετέρου λόγω του οθωμανικού αυτοκρατορικού παρελθόντος της. Το επεισόδιο στο Νταβός ενόχλησε σφόδρα τους Εβραίους. Ο πρόεδρος του AJC (Αμερικανοεβραϊκό Συμβούλιο) Ντέιβιντ Χάρις έκανε απειλητικές δηλώσεις και η επιστολή του προς τον Ερντογάν είναι αιχμηρή. Υπενθύμισε στην Τουρκία τα όσα πράττει εναντίον των Κούρδων και την κατηγόρησε ότι δεν μπορεί να κάνει τον κήρυκα της ηθικής. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και ορισμένα δημοσιεύματα. Από την πλευρά της, η αμερικανική κυβέρνηση αφαίρεσε την Αγκυρα από τις πρωτεύουσες που θα επισκεφθεί ο Αμερικανός ειδικός απεσταλμένος για τη Μέση Ανατολή Τζορτζ Μίτσελ.
Αναμφίβολα, ο Ερντογάν θα πληρώσει κάποιο κόστος. Πιθανόν το Κογκρέσο να αναγνωρίσει την αρμενική γενοκτονία, αλλά μέχρις εκεί. Το ζήτημα αυτό είναι ακόμα ταμπού στην Τουρκία, αλλά υπάρχει και το τουρκικό άνοιγμα προς την Αρμενία. Από την επίσκεψη του προέδρου Γκιουλ στο Ερεβάν, για να παρακολουθήσει ένα ποδοσφαιρικό αγώνα, έχουν γίνει βήματα. Σύμφωνα με δηλώσεις των δύο υπουργών Εξωτερικών, οι δύο χώρες είναι κοντά στη σύναψη διπλωματικών σχέσεων και στο άνοιγμα των συνόρων.
Η στάση του Τούρκου πρωθυπουργού στο Νταβός είναι ένδειξη εθνικής αυτοπεποίθησης και όχι πολιτικού τυχοδιωκτισμού. Είναι ενδεικτική η παρακάτω δήλωσή του: «Θα λειτουργούμε εμείς θέτοντας το ερώτημα τι θα πουν και τι θα κάνουν οι άλλοι ή μήπως πρέπει να λειτουργούν οι άλλοι θέτοντας ερωτήματα τι θα πει η Τουρκία και τι θα γίνει αν χάσουμε την Τουρκία;».
Ας σημειωθεί ότι ο Πέρες τηλεφώνησε στον Ερντογάν για να –σύμφωνα με τα τουρκικά ΜΜΕ– του ζητήσει συγγνώμη και να υπογραμμίσει τη σημασία που αποδίδει στις ισραηλινοτουρκικές σχέσεις. Η πραγματικότητα είναι ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ισραήλ θεωρούν την Τουρκία κομβική χώρα και δεν θέλουν να τα σπάσουν μαζί της. Οι ΗΠΑ τη θεωρούν αναγκαία για την ενεργειακή παράκαμψη της Ρωσίας και κρίσιμο παίκτη στη γεωπολιτική σκηνή της Μέσης Ανατολής. Το δε Ισραήλ δεν θέλει να την έχει αντίπαλό του.
Αυτό προκύπτει και από τις εκθέσεις αμερικανικών ινστιτούτων, που διαμορφώνουν αντιλήψεις για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Το Centre for American Progress (έχει επικεφαλής τον συνεργάτη του προέδρου Ομπάμα και κατά το ήμισυ Ελληνα Τζον Ποντέστα) χαρακτηρίζει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις κλειδί για την ασφάλεια των ΗΠΑ και συστήνει η Τουρκία να αντιμετωπισθεί ως πραγματικός στρατηγικός εταίρος και να της αναγνωρισθεί η αυτονομία κινήσεων.
http://blogs.sansimera.gr